- ξεσκούντημα
- τό1) отталкивание; расталкивание (локтями); 2) перен. побуждение, подталкивание (к чему-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκούντημα — το [ξεσκουντώ] 1. σπρώξιμο κάποιον για ν αλλάξει θέση, για να μετακινηθεί 2. παρακίνηση, παρότρυνση κάποιου για να κάνει κάτι … Dictionary of Greek